πρακτορεύω

πρακτορεύω
ΝΜΑ [πράκτωρ, -ορος]
νεοελλ.
1. εργάζομαι ως πράκτορας, ασκώ πρακτορεία
2. αντιπροσωπεύω τα συμφέροντα κάποιου έναντι αμοιβής
3. διακινώ ένα προϊόν για λογαριασμό άλλου εισπράττοντας προμήθεια
4. αναπτύσσω κατασκοπική δραστηριότητα, δρω για λογαριασμό μυστικής υπηρεσίας, είμαι κατάσκοπος
5. ναυτ. αναλαμβάνω την πρακτόρευση πλοίου
μσν.
παθ. πρακτορεύομαι
α) ασχολούμαι με κάτι
β) πραγματεύομαι, διενεργώ
αρχ.
ασκώ το επάγγελμα τού πράκτορα, τού φοροεισπράκτορα, εισπράττω φόρους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρακτορεύονται — πρακτορεύω actas collector pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτόρευση — η, Ν [πρακτορεύω] 1. άσκηση πρακτορείας 2. ναυτ. εξυπηρέτηση τής διακίνησης ενός πλοίου ή φορτίου, εντολή που δίνεται από τον πλοιοκτήτη στον πράκτορα και η οποία περιλαμβάνει πράξεις που δεν αναγράφονται πουθενά και οι οποίες εξαρτώνται… …   Dictionary of Greek

  • συμπρακτορεύω — Α [πρακτορεύω] είμαι βοηθός εισπράκτορα φόρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”